Στην επόμενη φάση περνά τώρα η διαμάχη για το σπίτι στο οποίο είχε γεννηθεί ο μεγαλύτερος εγκληματίας στην ιστορία της ανθρωπότητας, ο Αδόλφος Χίτλερ, στο Μπραουνάου της Άνω Αυστρίας, καθώς η Δικαιοσύνη εξετάζει την προσφυγή της ιδιοκτήτριας η οποία ζητά ένα πολύ μεγαλύτερο ποσό από εκείνο που της καταβλήθηκε από το αυστριακό κράτος για την απαλλοτρίωση του σπιτιού.
Από σήμερα, δύο πραγματογνώμονες παρουσιάζουν στο δικαστήριο δύο διαφορετικές εκτιμήσεις ως προς την αξία του σπιτιού και ως προς το ποσό που θα έπρεπε να καταβληθεί στην ιδιοκτήτριά του.
Ο πραγματογνώμονας από την πλευρά της ιδιοκτήτριας, εκτιμά πολύ μεγαλύτερη την αξία του σπιτιού, το οποίο, έπειτα από αναγκαστική απαλλοτρίωση, στη βάση νόμου που ψηφίστηκε από την αυστριακή Βουλή, βρίσκεται εδώ και σχεδόν δύο χρόνια στην ιδιοκτησία του αυστριακού κράτους.
Στην ιδιοκτήτρια είχε καταβληθεί το ποσό των 310.000 ευρώ ως αποζημίωση, που είναι αρκετά χαμηλότερο από το 1,5 εκατομμύριο που εκτιμά τώρα ως αξία του σπιτιού ο πραγματογνώμονας, ο οποίος αναφέρει ότι, ακόμη και εάν δεν ληφθεί υπόψη η “ιστορικότητα” του κτιρίου, η αξία του φθάνει τις 800.000 ευρώ.
Τη μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο ποσό το οποίο καταβλήθηκε στην ιδιοκτήτρια και σε εκείνο που ο ίδιος εκτιμά ως αξία του σπιτιού, ο πραγματογνώμονας δικαιολογεί με την υποβάθμιση της κατάστασης του κτιρίου που υπήρξε κατά την εκτίμηση της αξίας του από τις κρατικές υπηρεσίες.
Με απόφασή του, της 30ής Ιουνίου 2017, το αυστριακό Συνταγματικό Δικαστήριο είχε απορρίψει την αγωγή κατά της απαλλοτρίωσης που είχε καταθέσει πέρυσι τον Ιανουάριο η έως τότε ιδιοκτήτρια του σπιτιού.
Η απαλλοτρίωση του σπιτιού προβλεπόταν στον σχετικό ομοσπονδιακό νόμο που είχε ψηφίσει με μεγάλη πλειοψηφία η Ολομέλεια της αυστριακής Βουλής στις 15 Δεκεμβρίου 2016, δίνοντας ένα τέλος στις πολυετείς συζητήσεις για το μέλλον του κτιρίου.
Ο ομοσπονδιακός νόμος ορίζει τη μεταβίβαση στο αυστριακό κράτος από τα μέσα του Ιανουαρίου 2017, του δικαιώματος ιδιοκτησίας, μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων για την πώληση του σπιτιού από την ιδιοκτήτριά του, στην οποία επρόκειτο να καταβληθεί η αναλογούσα αποζημίωση.
Με τον νόμο τερματιζόταν η δικαστική διαμάχη ανάμεσα στο κράτος και την ιδιοκτήτρια, διαμάχη που είχε ξεκινήσει από το 2011, με το σπίτι να παραμένει από τότε κενό, ενώ κατά διαστήματα είχαν γίνει διάφορες προτάσεις ως προς τη μελλοντική χρήση του.
Το κτίριο ενοικίαζε από το 1972 και μετά το αυστριακό υπουργείο Εσωτερικών από την ιδιοκτήτριά του, και μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2011 είχε εγκατεστημένο εκεί ένα Εργαστήρι για Άτομα με Ειδικές Ανάγκες. Το μηνιαίο μίσθωμα, για τα συνολικά 800 τετραγωνικά μέτρα του διώροφου κτιρίου, ανέρχονταν σε 4.800 ευρώ που “μοιράζονταν” σε αναλογία 60% και 40%, αντίστοιχα, το υπουργείο και ο δήμος της πόλης Μπραουνάου.
Για το κτίριο υπάρχουν σκέψεις από την επίσημη Πολιτεία να χρησιμοποιηθεί, μετά τη διαμόρφωσή του, για κοινωνικές ή άλλες διοικητικές υπηρεσίες, και σε κάθε περίπτωση δεν θα πρέπει να παραμείνει οποιαδήποτε διασύνδεσή του με το πρόσωπο του Χίτλερ, διότι διαφορετικά θα συνεχίζεται ο μύθος του σπιτιού όπου γεννήθηκε.
Στον προβλεπόμενο διαγωνισμό αρχιτεκτόνων για την αναδιαμόρφωση του κτιρίου σκοπός είναι μέσα από αυτή να αλλάξει ριζικά η εικόνα του, ώστε να μην είναι πλέον δυνατό να αποτελεί τόπο μνήμης και προσκυνήματος για νεοναζιστές και ακροδεξιούς.
Ο σημερινός πρόεδρος της αυστριακής Βουλής και πρώην υπουργός Εσωτερικών Βόλφγκανγκ Σομπότκα, είχε ταχθεί στο παρελθόν υπέρ της κατεδάφισης του κτιρίου ως “καθαρότερης λύσης”, ωστόσο με κάτι τέτοιο θα προέκυπταν πρακτικά προβλήματα εξαιτίας του γεγονότος ότι το κτίριο (σ.σ. η πρόσοψή του) έχει κριθεί ως διατηρητέο.
Στο σχετικά απλοϊκό και άσημο διώροφο κτίριο με τη διεύθυνση “Σάλτσμπουργκερ Φόρστατ 15” στο Μραουνάου, στο ομόσπονδο κρατίδιο της Άνω Αυστρίας, στο οποίο ζούσε από τα τέλη του 19ου αιώνα ο τελωνειακός υπάλληλος ‘Αλοϊς Χίτλερ με τη σύζυγό του Κλάρα.
Στο κτίριο αυτό γεννήθηκε –ως τρίτο από τα έξι παιδιά του ζεύγους– στις 20 Απριλίου του 1889 και παρέμεινε εκεί μέχρι την ηλικία των τριών ετών, ο μεγαλύτερος εγκληματίας στην ιστορία της ανθρωπότητας, με την πόλη στις όχθες του ποταμού Ινν να ζει μέχρι σήμερα στη μαύρη σκιά αυτής της “κληρονομιάς”.
Πηγή: ΑΠΕ